ἐπιχρέμπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιχρέμπτομαι:''' сплевывать (τοῖς λεγομένοις Luc.).
|elrutext='''ἐπιχρέμπτομαι:''' сплевывать (τοῖς λεγομένοις Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. to [[spit]] [[upon]], τινι Luc.
}}
}}

Revision as of 14:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχρέμπτομαι Medium diacritics: ἐπιχρέμπτομαι Low diacritics: επιχρέμπτομαι Capitals: ΕΠΙΧΡΕΜΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: epichrémptomai Transliteration B: epichremptomai Transliteration C: epichremptomai Beta Code: e)pixre/mptomai

English (LSJ)

   A punctuate with spitting, τοῖς λεγομένοις Luc.Rh. Pr.19.

German (Pape)

[Seite 1004] dabei ausspucken, τοῖς λεγομένοις, bei dem Gesagten, Luc. rhet. praec. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχρέμπτομαι: Ἀποθ., χρέμπτομαι (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον λέγω τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.

French (Bailly abrégé)

cracher sur.
Étymologie: ἐπί, χρέμπτομαι.

Greek Monolingual

ἐπιχρέμπτομαι (Α)
αποδοκιμάζω φτύνοντας με αηδία («ἐπιχρέμπτου τοῑς λεγομένοις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρέμπτομαι «φτύνω, βγάζω φλέγματα»].

Greek Monotonic

ἐπιχρέμπτομαι: αποθ., ξεροβήχω πάνω σε, τινι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχρέμπτομαι: сплевывать (τοῖς λεγομένοις Luc.).

Middle Liddell

Dep. to spit upon, τινι Luc.