συνασχαλάω: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνασχᾰλάω:''' сообща негодовать, вместе возмущаться (τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς [[τεοῖσι]]; Aesch.). | |elrutext='''συνασχᾰλάω:''' сообща негодовать, вместе возмущаться (τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς [[τεοῖσι]]; Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=only in pres.]<br />to [[sympathise]] [[indignantly]] with a [[thing]], c. dat., Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 9 January 2019
English (LSJ)
A sympathize indignantly with, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; A.Pr.162 (lyr.), cf. 245; but in 305, θεωρήσων τύχας ἐμὰς... καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ξυνασχαλῶν must be fut. of συνασχάλλω.
German (Pape)
[Seite 1005] = Folgdm; τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, Aesch. Prom. 161, vgl. 243. 303.
Greek (Liddell-Scott)
συνασχᾰλάω: ἀγανακτῶ ὁμοῦ μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ εἶναι μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει ἀσχαλάω.
French (Bailly abrégé)
compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, ἀσχαλάω.
Greek Monotonic
συνασχᾰλάω: μόνο σε ενεστ., αγανακτώ από κοινού με κάποιον για κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ασχᾰλάω, Att. ξυνασχαλάω, ook verontwaardigd zijn over, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνασχᾰλάω: сообща негодовать, вместе возмущаться (τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Aesch.).
Middle Liddell
only in pres.]
to sympathise indignantly with a thing, c. dat., Aesch.