χαλκεοθώραξ: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκεοθώραξ:''' Ιων. -[[θώρηξ]], -ηκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χάλκινο θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''χαλκεοθώραξ:''' Ιων. -[[θώρηξ]], -ηκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χάλκινο θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χαλκεο-[[θώραξ]], ιονιξ -[[θώρηξ]], ηκος,<br />with brasen breastplate, Il.
}}
}}

Revision as of 15:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεοθώραξ Medium diacritics: χαλκεοθώραξ Low diacritics: χαλκεοθώραξ Capitals: ΧΑΛΚΕΟΘΩΡΑΞ
Transliteration A: chalkeothṓrax Transliteration B: chalkeothōrax Transliteration C: chalkeothoraks Beta Code: xalkeoqw/rac

English (LSJ)

Ion. χαλκεο-θώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ,

   A with brazen breastplate, Il.4.448, 8.62; cf. χαλκοθώραξ.

German (Pape)

[Seite 1329] ακος, ep. u. ion. χαλκεοθώρηξ, ηκος, mit ehernem Brustpanzer, Il. 4, 448. 8, 62.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεοθώραξ: Ἰων. -θώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ, ὁ χαλκοῦν ἔχων θώρακα, Ἰλ. Δ. 448, Θ. 62· πρβλ. χαλκοθώραξ.

Greek Monolingual

και χαλκοθώραξ, -ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, -ηκος, ὁ, Α
αυτός που φορά χάλκινο θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- / χαλκ(ο)- + θώραξ (πρβλ. ἀργυρο-θώραξ)].

Greek Monotonic

χαλκεοθώραξ: Ιων. -θώρηξ, -ηκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χάλκινο θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χαλκεο-θώραξ, ιονιξ -θώρηξ, ηκος,
with brasen breastplate, Il.