δυσεκπέρατος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσεκπέρᾱτος:''' v. l. [[δυσεκπέραντος]] 2 безвыходный, безысходный, нескончаемый ([[πάθος]] Eur.). | |elrutext='''δυσεκπέρᾱτος:''' v. l. [[δυσεκπέραντος]] 2 безвыходный, безысходный, нескончаемый ([[πάθος]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]εκπέρᾱτος, ον<br />[[hard]] to [[pass]] out from, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hard to pass out from, hard to escape, E.Hipp.678 (lyr.), 883 (lyr., v. l. δυσεκπέραντος).
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu vollenden, durchzubringen; κακόν, πάθος, Eur. Hipp. 676. 873, v. l. δυσεκπέραντος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεκπέρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐκφύγῃ τις, νὰ περάσῃ, Εὐρ. Ἱππ. 678, 883, μετὰ διαφ. γρ. δυσεκπέραντος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à traverser ; fig. difficile à subir jusqu’au bout.
Étymologie: δυσ-, ἐκπεραίνω.
Spanish (DGE)
(δυσεκπέρᾱτος) -ον
del que es difícil librarse πάθος E.Hipp.678, ὀλοὸν κακόν E.Hipp.883.
Greek Monolingual
δυσεκπέρατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει.
Greek Monotonic
δυσεκπέρᾱτος: -ον, αυτός που δύσκολα τελειώνει, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δυσεκπέρᾱτος: v. l. δυσεκπέραντος 2 безвыходный, безысходный, нескончаемый (πάθος Eur.).
Middle Liddell
δυσ-εκπέρᾱτος, ον
hard to pass out from, Eur.