τρυσάνωρ: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man. | |elnltext=τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρῡσ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[τρύω]]<br />[[wearying]] a man, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω)
A of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l’homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< τρυσι- (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ-άνωρ].
Greek Monotonic
τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (τρύω), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρῡσάνωρ: ορος (ᾱ) adj. τρύω мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man.