ἁλίτυπος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁλίτῠπος:''' бросаемый морем: ἁλίτυπα βάρη Aesch. скорбь по погибшим в море.
|elrutext='''ἁλίτῠπος:''' бросаемый морем: ἁλίτυπα βάρη Aesch. скорбь по погибшим в море.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[τύπτω]]<br /><b class="num">1.</b> sea-[[beaten]], ἁλ. βάρη griefs for sea-tossed corpses, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> as Subst. a [[seaman]], [[fisherman]], Eur.
}}
}}

Revision as of 15:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίτῠπος Medium diacritics: ἁλίτυπος Low diacritics: αλίτυπος Capitals: ΑΛΙΤΥΠΟΣ
Transliteration A: halítypos Transliteration B: halitypos Transliteration C: alitypos Beta Code: a(li/tupos

English (LSJ)

ον,

   A sea beaten, ἁ. βάρη griefs for sea-tossed corpses, A.Pers.946 (lyr.): as Subst., seaman, fisherman, E.Or.373.

German (Pape)

[Seite 99] vom Meere geschlagen, βάρη Aesch. Pers. 907 ch.; – ἁλιτύπος, ὁ, der Schiffer, der das Meer mit Rudern schlägt, Eur. Or. 363.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίτῠπος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης τυπτόμενος, ἁλ. βάρη, θλίψεις περὶ πτωμάτων ὑπὸ τῆς θαλάσσης τῇδε κἀκεῖσε φερομένων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 945 (λυρ)· ὡς οὐσιαστ., ναύτης, ἁλιεύς, Εὐρ. Ὀρ. 373.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
battu des flots.
Étymologie: ἅλς¹, τύπτω.

Spanish (DGE)

(ἁλίτῠπος) -ον

• Prosodia: [ᾰλῐ-]
1 golpeado por el mar ἁ. βάρη ref. la derrota naval persa, A.Pers.945.
2 subst. baqueteado por el mar, lobo de mar, marinero ἔκλυον ἁλιτύπων τινὸς τῆς Τυνδαρείας παιδὸς ... φόνον E.Or.373.

Greek Monolingual

ἁλίτυπος, -ον (Α)
1. θαλασσοχτυπημένος, θαλασσοδαρμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ἁλίτυπος
θαλασσινός, ψαράς
3. φρ. «ἁλίτυπα βάρη», θλίψη για τα πτώματα που θαλασσοδέρνονται, που τά πάει εδώ κι εκείτο κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τυπος < τύπτω «χτυπώ»].

Greek Monotonic

ἁλίτῠπος: -ον (ἅλς, τύπτω),
1. δαρμένος από τη θάλασσα, ἁλ. βάρη, θλίψεις για πτώματα που βρίσκονται στη θάλασσα, σε Αισχύλ.
2. ως ουσ., ναυτικός, ψαράς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίτῠπος: бросаемый морем: ἁλίτυπα βάρη Aesch. скорбь по погибшим в море.

Middle Liddell

[ἅλς, τύπτω
1. sea-beaten, ἁλ. βάρη griefs for sea-tossed corpses, Aesch.
2. as Subst. a seaman, fisherman, Eur.