ἀναχνοαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(1)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναχνοαίνομαι:''' покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).
|elrutext='''ἀναχνοαίνομαι:''' покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χνόος]]<br />Pass. to get the [[first]] [[down]] ([[χνόος]]), Ar.
}}
}}

Revision as of 16:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχνοαίνομαι Medium diacritics: ἀναχνοαίνομαι Low diacritics: αναχνοαίνομαι Capitals: ΑΝΑΧΝΟΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anachnoaínomai Transliteration B: anachnoainomai Transliteration C: anachnoainomai Beta Code: a)naxnoai/nomai

English (LSJ)

(χνοῦς)

   A get the first down, Ar.Ach.791.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχνοαίνομαι: παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας (χνόος), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, κάλλιστος ἔσται χοῖρος Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.

French (Bailly abrégé)

se couvrir de soies litt. de duvet.
Étymologie: ἀνά, χνόος.

Greek Monolingual

ἀναχνοαίνομαι (Α) χνους
αποκτώ χνούδι, τρίχες.

Greek Monotonic

ἀναχνοαίνομαι: Παθ., αποκτώ το πρώτο χνούδι (χνόος), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχνοαίνομαι: покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).

Middle Liddell

χνόος
Pass. to get the first down (χνόος), Ar.