ἀναθρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναθρέω:''' тщательно рассматривать (τι Eur., Plat.): τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα Thuc. дела, сопоставленные со словами.
|elrutext='''ἀναθρέω:''' тщательно рассматривать (τι Eur., Plat.): τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα Thuc. дела, сопоставленные со словами.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[look]] up at, [[observe]] [[closely]], Eur., Plat.:—Pass., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα [[their]] deeds compared with [[their]] words, Thuc.
}}
}}

Revision as of 16:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθρέω Medium diacritics: ἀναθρέω Low diacritics: αναθρέω Capitals: ΑΝΑΘΡΕΩ
Transliteration A: anathréō Transliteration B: anathreō Transliteration C: anathreo Beta Code: a)naqre/w

English (LSJ)

   A look up at, view narrowly, E.Hec.808; ἀ. ὃ ὄπωπεν Pl. Cra.399c:—Pass., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα compared with... Th.4.87.

German (Pape)

[Seite 188] genau betrachten, Eur. Hec. 808; pass., Thuc. 4, 87; bei Plat. Crat. 399 c zur Ableitung von ἄνθρωπος benutzt, mehr: nach oben blicken u. betrachten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθρέω: βλέπω πρὸς τὰ ἄνω, βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ὡς τὸ ἀναθεωρέω, Εὐρ. Ἑκ. 808· καὶ ἀναθρεῖ καὶ λογίζεται τοῦτο ὃ ὄπωπεν. Πλάτ. Κρατ. 399C: - Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, συγκρινόμενα πρὸς..., Θουκ. 4. 86.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
examiner avec attention ; Pass. ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα THC actes que l’on met en regard des paroles.
Étymologie: ἀνά, ἀθρέω.

Spanish (DGE)

contemplar, observar detenidamente οἷ' ἔχω κακά E.Hec.808, τοὺς ἀδίκους Ar.Fr.58.5Au., τοῦτο ὃ ὄπωπεν Pl.Cra.399c, εἰς τὸν οὐρανόν Crito 3, πρὸς τὸ ἀληθές Clem.Al.Paed.2.1.9, cf. Prot.10.92.5
en pas. τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα nuestra conducta examinada a la luz de las palabras Th.4.87.

Greek Monotonic

ἀναθρέω: μέλ. -ήσω, ερευνώ, εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά, σε Ευρ., Πλάτ. — Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε σύγκριση με τα λόγια τους, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθρέω: тщательно рассматривать (τι Eur., Plat.): τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα Thuc. дела, сопоставленные со словами.

Middle Liddell


to look up at, observe closely, Eur., Plat.:—Pass., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα their deeds compared with their words, Thuc.