ἀντιδιατίθεμαι: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
(3)
(1a)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιδιατίθεμαι:''' Μέσ., [[προσφέρω]] [[αντίσταση]], <i>τοὺς ἀντιδιατιθεμένους</i>, εχθροί, αντίπαλοι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀντιδιατίθεμαι:''' Μέσ., [[προσφέρω]] [[αντίσταση]], <i>τοὺς ἀντιδιατιθεμένους</i>, εχθροί, αντίπαλοι, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[offer]] [[resistance]], τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, NTest.
}}
}}

Revision as of 16:06, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

être dans des dispositions contraires, d’où
1 résister;
2 être opposant.
Étymologie: ἀντιδιατίθημι.

English (Strong)

from ἀντί and διατίθεμαι; to set oneself opposite, i.e. be disputatious: that oppose themselves.

Greek Monotonic

ἀντιδιατίθεμαι: Μέσ., προσφέρω αντίσταση, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, εχθροί, αντίπαλοι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell


to offer resistance, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, NTest.