ἀποβάθρα: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποβάθρα:''' ион. [[ἀποβάθρη]] ἡ сходни, трап Her. etc.
|elrutext='''ἀποβάθρα:''' ион. [[ἀποβάθρη]] ἡ сходни, трап Her. etc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[ladder]] for disembarking, a [[gangway]], Hdt., Thuc.
}}
}}

Revision as of 16:28, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβάθρα Medium diacritics: ἀποβάθρα Low diacritics: αποβάθρα Capitals: ΑΠΟΒΑΘΡΑ
Transliteration A: apobáthra Transliteration B: apobathra Transliteration C: apovathra Beta Code: a)poba/qra

English (LSJ)

Ion. ἀποβάθρη, ἡ,

   A ladder for disembarking, gangway, Hdt.9.98, Th.4.12, Luc.DMort.10.1.    II = λάσανον 1, Suid.
ἀπόβαθρα, τά,

   A sacrifices on disembarkation, D.C.40.18; perh. to be read in S.Fr.415.

German (Pape)

[Seite 296] ἡ, Leiter zum Herabsteigen, bes. vom Schiffe; Phrynich. B.A. 12 ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις, δι' ἧς εἴσιμεν καὶ ἔξιμεν; Her. 9, 98 Thuc. 4, 12 Luc. Tox. 20; Hesych. u. B. A. p. 426 ἀποβάθρα, = ἀποβατήρια; Soph. frg. 364 vielleicht ἀπόβαθρα, das Landungsopfer.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβάθρα: Ἰων. –βάθρη, ἡ, σανὶς τιθεμένη ἀπὸ τοῦ πλοίου μέχρι τῆς ξηρᾶς πρὸς ἔξοδον καὶ εἴσοδον, «σκάλα», «ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις, δι’ ἧς εἴσιμέν τε καὶ ἔξιμεν» Α. Β. 12, 31, «ἀποβατηρία, κλῖμαξ νεὼς» Ἡσύχ. Ἡρόδ. 9. 98, Σοφ. Ἀποσπ. 364, Θουκ. 4. 12. ΙΙ. κατὰ Σουΐδ., = λάσανον Ι.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
échelle de débarquement ou d’embarquement.
Étymologie: ἀποβαίνω.

Greek Monolingual

η (AM ἀποβάθρα)
σανίδα ή κινητή σκάλα που χρησιμεύει για την επιβίβαση ή αποβίβαση των επιβατών των πλοίων
νεοελλ.
χώρος με διαμόρφωση κατάλληλη για την επιβίβαση ή αποβίβαση ανθρώπων ή εμπορευμάτων σε πλοία και σιδηροδρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + βάθρα (η), παράλληλος τ. του βάθρον < βαίνω].
ἀπόβαθρα, τα (Α)
θυσίες που γίνονταν κατά την αποβίβαση από τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + πληθ. του βάθρον < βαίνω].

Greek Monotonic

ἀποβάθρα: Ιων. -βάθρη, ἡ, σκάλα που χρησιμεύει στην αποβίβαση των επιβατών από το πλοίο, δίοδος στις δύο πλευρές κάτω από το κατάστρωμα του πλοίου, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβάθρα: ион. ἀποβάθρη ἡ сходни, трап Her. etc.

Middle Liddell


a ladder for disembarking, a gangway, Hdt., Thuc.