ἀποκερδαίνω: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποκερδαίνω:''' (inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться (Luc.; τινός Eur.).
|elrutext='''ἀποκερδαίνω:''' (inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться (Luc.; τινός Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[have]] [[benefit]], [[enjoyment]] from or of a [[thing]], c. gen., Eur.; absol., Luc.
}}
}}

Revision as of 16:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκερδαίνω Medium diacritics: ἀποκερδαίνω Low diacritics: αποκερδαίνω Capitals: ΑΠΟΚΕΡΔΑΙΝΩ
Transliteration A: apokerdaínō Transliteration B: apokerdainō Transliteration C: apokerdaino Beta Code: a)pokerdai/nw

English (LSJ)

pf.

   A -κεκέρδαγκα D.C.43.18:—have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., ποτοῦ E.Cyc.432; ἀ. βραχέα make some small gain of a thing, And.1.134: abs., ἔνεσται ἀποκερδᾶναι Luc. DMort.4.1.

German (Pape)

[Seite 306] (s. κερδαίνω), Genuß, Vortheil von etwas haben, βραχέα Andoc. 1, 134; Sp., wie Luc. Mort. D. 4, 1; τινός Eur. Cycl. 431.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκερδαίνω: μέλλ. -κερδήσω, -κερδᾰνῶ: ἀόρ. -εκέρδησα, -εκέρδᾱνα: ― ἔχω κέρδος, ὠφέλειαν ἔκ τινος πράγματος, μετὰ γεν. ἀποκερδαίνων ποτοῦ, ἀπολαύων, Εὐρ. Κύκλ. 432· καὶ βραχέα ἀποκερδαίνομεν, κερδαίνομεν ὀλίγα (ἔκ τινος πράγματος), Ἀνδοκ. 17. 32· ἀπολύτ., ἐνέσται ἀποκερδᾶναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4. 1.

French (Bailly abrégé)

tirer parti de, profiter de.
Étymologie: ἀπό, κερδαίνω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. ἀποκεκέρδαγκα D.C.43.18.2]
1 c. gen. o ἀπό más gen. sacar provecho, disfrutar ποτοῦ E.Cyc.432, οὐ γάρ που καὶ ἰδίᾳ τι αὐτῶν ἀποκεκέρδαγκα D.C.l.c.
aprovechar, procurarse ὅ τι ἂν ἀποκερδάνωσιν ἀπὸ τῶν ὀχετῶν Hp.Gland.6, c. ac. int. βραχέα obtener un provecho pequeño And.Myst.134
abs. ἔνεσται ... ἀποκερδᾶναι Luc.DMort.4.1.
2 c. ac. compl. dir. evitar, escapar ὧν (sc. tormentos del infierno) ἵνα τὴν πεῖραν ἀποκερδάνωσιν Cyr.Al.M.73.797D.

Greek Monolingual

ἀποκερδαίνω)
έχω κέρδος, απολαμβάνω
μσν.- νεοελλ.
κατακτώ, αποκτώ.

Greek Monotonic

ἀποκερδαίνω: μέλ. -κερδήσω ή κερδᾰνῶ, αόρ. -εκέρδησα ή -εκέρδᾱνα· έχω κέρδος, όφελος από κάτι, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκερδαίνω: (inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться (Luc.; τινός Eur.).

Middle Liddell


to have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., Eur.; absol., Luc.