αἰόλλω: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(1a)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αἰόλος]]<br />to [[shift]] [[rapidly]] to and fro, Od.:—Pass. to [[shift]] [[colour]], of grapes, Hes.
|mdlsjtxt=[[αἰόλος]]<br />to [[shift]] [[rapidly]] to and fro, Od.:—Pass. to [[shift]] [[colour]], of grapes, Hes.
}}
{{elnl
|elnltext=[[αἰόλλω]] [[αἰόλος]] snel bewegen.
}}
}}

Revision as of 17:22, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰόλλω Medium diacritics: αἰόλλω Low diacritics: αιόλλω Capitals: ΑΙΟΛΛΩ
Transliteration A: aióllō Transliteration B: aiollō Transliteration C: aiollo Beta Code: ai)o/llw

English (LSJ)

only pres.,

   A to shift rapidly to and fro, ὡς δ' ὅτε γαστέρ' ἀνὴρ . . αἰόλλῃ Od.20.27.    II variegate, Nic.Th.155:—Pass., shift colour, ὄμφακες αἰόλλονται Hes.Sc.399.

Greek (Liddell-Scott)

αἰόλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, στρέφω παντοιοτρόπως, ποικίλως, τῇδε κἀκεῖσαι, ὡς δ’ ὅτε γαστέρ’ ἀνὴρ... αἰόλλῃ, Ὀδ. Υ. 27· (περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. Π. 4. 414 ἴδε ἐν λέξ. ἐόλει). ΙΙ. ποικίλλω, Νικ. Θ. 155: - Παθ. μεταβάλλω χρῶμα, ὄμφακες αἰόλλονται = αἱ ἄωροι σταφυλαὶ ἄρχονται περκάζουσαι, ν’ ἀλλάσσωσι χρῶμα καὶ νὰ ὡριμάζωσιν, Ἡσ. Ἀσπ. 399· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. αἰόλος, 10.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
agiter vivement en tous sens, faire tourner.
Étymologie: αἰόλος.

English (Autenrieth)

(αἰόλος): turn quickly; ἔνθα καὶ ἔνθα, Od. 20.27†.

Spanish (DGE)

I 1mover, dar vueltas a un asado sobre el fuego Od.20.27, cf. Eust.1881.54, por confusión c. ἐόλει (s.u. εἴλω), Pi.P.4.233 (cód.), Sch.Pi.P.4.414b.
2 decorar con variados colores Nic.Th.155.
II en v. med. enverar, ennegrecer al madurar ὄμφακες Hes.Sc.399.

Greek Monotonic

αἰόλλω: (αἰόλος), μόνο σε ενεστ., κινώ κάτι με ταχύτητα μπρος πίσω, στρέφω κάτι παντοιοτρόπως, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αλλάζω χρώμα, λέγεται για σταφύλια, ὄμφακες αἰόλλονται, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰόλλω:
1) поворачивать (на огне), обжаривать (γαστέρα ἔνθα καὶ ἔνθα Hom.);
2) med.-pass. становиться пестрым, окрашиваться (ὄμφακες αἰόλλονται Hes.).

Middle Liddell

αἰόλος
to shift rapidly to and fro, Od.:—Pass. to shift colour, of grapes, Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰόλλω αἰόλος snel bewegen.