βιοστερής: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(nl) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βιοστερής]] -ές [[βίος]], [[στερέω]] van levensonderhoud beroofd. | |elnltext=[[βιοστερής]] -ές [[βίος]], [[στερέω]] van levensonderhoud beroofd. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στερέω]]<br />reft of the [[means]] of [[life]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A reft of the means of life, S.OC747.
German (Pape)
[Seite 445] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.
Greek (Liddell-Scott)
βιοστερής: -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. βίος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
privé de ressources pour vivre.
Étymologie: βίος, στερέω.
Spanish (DGE)
-ές privado de medios de vida S.OC 747.
Greek Monolingual
βιοστερής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -στερής «στέρομαι «στερούμαι»].
Greek Monotonic
βιοστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερείται τα μέσα της ζωής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βιοστερής: лишенный средств к жизни Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιοστερής -ές βίος, στερέω van levensonderhoud beroofd.