βαρβαρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βαρβᾰρισμός:''' ὁ варваризм, негреческий оборот Arst., Plut., Luc.
|elrutext='''βαρβᾰρισμός:''' ὁ варваризм, негреческий оборот Arst., Plut., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βαρβαρικός]] [[βαρβαρίζω]]<br />[[barbarism]], Arist.
}}
}}

Revision as of 20:46, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρβᾰρισμός Medium diacritics: βαρβαρισμός Low diacritics: βαρβαρισμός Capitals: ΒΑΡΒΑΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: barbarismós Transliteration B: barbarismos Transliteration C: varvarismos Beta Code: barbarismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A use of a foreign tongue or of one's own tongue amiss, barbarism, Arist.Po.1458a26, Diog.Bab.Stoic.3.214, Ph.1.124, Plu.2.731e; μιᾶς λέξεως κακία ὁ β., ἐπιπλοκῆς δὲ λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός A.D.Synt.198.7.

German (Pape)

[Seite 432] ὁ, eigtl. das Reden einer fremden Sprache, das Reden oder Schreiben einer Sprache nach Art eines Fremden, dah. Sprachfehler, fehlerhafter Ausdruck, Arist. Poet. 22; Luc. D. Mort. 10, 10 Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβᾰρισμός: χρῆσις ξένης τινὸς γλώσσης ἢ αὐτῆς τῆς γλώσσης τοῦ λαλοῦντος ἐσφαλμένη, Ἀριστ. Ποιητ. 22. 4 καὶ 6· πρβλ. Gellius 5. 20· - τὸ περὶ τὴν λέξιν ἁμάρτημα, Γραμματ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
langage inintelligible comme serait une langue étrangère.
Étymologie: βαρβαρίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I incorrección lingüística, barbarismo Arist.Po.1458a26, Diog.Bab.Stoic.3.214, de una traducción de los LXX en griego incorrecto, Ph.1.124, cf. Luc.DMort.20.10, Sch.Er.Il.11.441, Lyd.Mag.3.32, Isid.Etym.1.32.2
unido al solecismo, Plu.2.731e, A.D.Synt.198.7, S.E.M.1.210, 215, 231, D.L.7.59, Philostr.VS 541.
II 1partidismo pro-persa, SEG 22.506.9 (Quíos IV a.C.).
2 estado de barbarie, barbarie en la época entre Adán y Noé, Epiph.Const.Anac.1 (p.162.6), de las religiones paganas, Epiph.Const.Haer.80.10 (p.495.6).

Greek Monolingual

ο (AM βαρβαρισμός) βαρβαρίζω
η χρησιμοποίηση εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως κακίαβαρβαρισμός, ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός» (βαρβαρισμός = γραμματικό σφάλμα, σολοικισμός = συντακτικό σφάλμα) (Απολλ. Δύσκολος)]
νεοελλ.
βάρβαρη συμπεριφορά.

Greek Monotonic

βαρβᾰρισμός: ὁ (βαρβᾰρίζω), βαρβαρισμός, χρήση αλλότριων γλωσσικών στοιχείων, εσφαλμένη χρήση των γλωσσικών στοιχείων της ίδιας της γλώσσας, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

βαρβᾰρισμός: ὁ варваризм, негреческий оборот Arst., Plut., Luc.

Middle Liddell

[from βαρβαρικός βαρβαρίζω
barbarism, Arist.