δράσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δράσῑμος:''' [ᾱ], -ον, = [[δραστήριος]], <i>τὸ δρ</i>., [[δραστηριότητα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δράσῑμος:''' [ᾱ], -ον, = [[δραστήριος]], <i>τὸ δρ</i>., [[δραστηριότητα]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δρά¯σῐμος, ον <i>adj</i> = [[δραστήριος]]<br />τὸ δρ. [[activity]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:14, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δράσῐμος Medium diacritics: δράσιμος Low diacritics: δράσιμος Capitals: ΔΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: drásimos Transliteration B: drasimos Transliteration C: drasimos Beta Code: dra/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A = δραστήριος: τὸ δ. activity, vigour, A. Th.554.

German (Pape)

[Seite 665] was zu thun ist; ἀνὴρ ἄκομπος, χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δράσιμον Aesch. Spt. 536, Schol. πολεμικώτατός ἐστιν.

Greek (Liddell-Scott)

δράσῐμος: [ᾱ], -ον, = δραστήριος· τὸ δρ., δραστηριότης, Αἰσχύλ. Θήβ. 554.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ce qu’il faut faire, ce qu’on peut faire.
Étymologie: δράω.

Spanish (DGE)

(δράσῐμος) -ον

• Prosodia: [-ᾱ-]
subst. τὸ δράσιμον lo que puede hacerse χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δ. A.Th.554.

Greek Monolingual

δράσιμος, -ον (Α)
1. δραστήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το δράσιμον
ενέργεια, δράση.

Greek Monotonic

δράσῑμος: [ᾱ], -ον, = δραστήριος, τὸ δρ., δραστηριότητα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δρά¯σῐμος, ον adj = δραστήριος
τὸ δρ. activity, Aesch.