δυσδίοδος: Difference between revisions
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσδίοδος:''' с трудом проходимый ([[πορεία]] Polyb.). | |elrutext='''δυσδίοδος:''' с трудом проходимый ([[πορεία]] Polyb.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]][[δίοδος]], ον<br />[[hard]] to [[pass]] [[through]], Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hard to pass through, Plb.3.61.3, etc.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu passiren; πορεία, πάροδος, Pol. 3, 61, 3. 5, 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδίοδος: -ον, δι’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, πορεία, πάροδος Πολύβ. 3. 61. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à traverser.
Étymologie: δυσ-, δίοδος.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atravesar, intransitable ἡ πάροδος Plb.5.7.10, c. dat. ἡ πορεία ... στρατοπέδοις Plb.3.61.3
•de un color impenetrable Thphr.Sens.73 (= Democr.A 135).
Greek Monolingual
δυσδίοδος, -ον (Α)
αυτός από όπου διέρχεται κανείς με δυσκολία.
Greek Monotonic
δυσδίοδος: -ον, αυτός που δύσκολα περνιέται, διαπερνιέται, δύσβατος, απροσπέλαστος, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
δυσδίοδος: с трудом проходимый (πορεία Polyb.).