διεκπεραίνω: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διεκπεραίνω:''' доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν [[αὐτῷ]] [[βίος]] διεκπερανθῇ Soph. - v. l. διεκπεραθῇ). | |elrutext='''διεκπεραίνω:''' доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν [[αὐτῷ]] [[βίος]] διεκπερανθῇ Soph. - v. l. διεκπεραθῇ). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to go [[through]] with, Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 9 January 2019
English (LSJ)
A go through with, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. X.Oec.6.1:—Pass., πρὶν . . βίος διεκπερανθῇ S.Fr.646.
German (Pape)
[Seite 618] ganz zu Ende bringen, Xen. Oec. 6, 1; ὁ βίος παντελῶς διεξεπεράνθη Soph. frg. 572. S. διεκπεράω.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπεραίνω: μέλλ -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.
French (Bailly abrégé)
achever entièrement.
Étymologie: διά, ἐκπεραίνω.
Spanish (DGE)
exponer pormenorizadamente τὰ τούτων ἐχόμενα X.Oec.6.1.
Greek Monolingual
διεκπεραίνω (Α) [[εκ περαίνω]]
φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω.
Greek Monotonic
διεκπεραίνω: μέλ. -ᾱνῶ, φέρνω κάτι εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διεκπεραίνω: доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν αὐτῷ βίος διεκπερανθῇ Soph. - v. l. διεκπεραθῇ).
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
to go through with, Xen.