δουρηνεκής: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δουρηνεκής:''' -ές ([[ἐνεγκεῖν]]), αυτός που έχει [[απόσταση]] ίση με [[μία]] [[βολή]] [[δόρατος]]· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''δουρηνεκής:''' -ές ([[ἐνεγκεῖν]]), αυτός που έχει [[απόσταση]] ίση με [[μία]] [[βολή]] [[δόρατος]]· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δουρ-ηνεκής, ές <i>adj</i> [[ἐνεγκεῖν]]<br />a [[spear]]'s [[throw]] off or [[distant]], only in neut. as adv., Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ές, (ἐνεγκεῖν)
A a spear's throw off or distant, only neut. as Adv., Il.10.357.
German (Pape)
[Seite 663] ές, so weit ein Speer im Wurfe getragen wird, eine Speerwurfweite, Apoll. Lex. Homer. p . 59, 34 Δουρηνεκές· ὅσον δόρυ διατεῖναι, von ἤνεγκον, ἠνέχθ ην, vgl. κεντρηνεκής, ποδηνεκής, διηνεκής; bei Homer δουρηνεκής einmal, Iliad. 10, 357 ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον, als sie einen Speerwurf weit entfernt waren.
Greek (Liddell-Scott)
δουρηνεκής: -ές, (ἐνεγκεῖν) ἀπέχων βολὴν δόρατος· μόνον κατ’ οὐδ. ὡς ἀπίρρ., Ἰλ. Κ. 357· πρβλ. διηνεκής.
English (Autenrieth)
(δόρυ, ἤνεγκον): a spear's throw, neut. as adv., Il. 10.357†.
Spanish (DGE)
-ές
que dista un tiro de lanza, a la distancia de un tiro de lanza ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον Il.10.357.
Greek Monotonic
δουρηνεκής: -ές (ἐνεγκεῖν), αυτός που έχει απόσταση ίση με μία βολή δόρατος· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
δουρ-ηνεκής, ές adj ἐνεγκεῖν
a spear's throw off or distant, only in neut. as adv., Il.