ἐμπερόνημα: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(4) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπερόνημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό (ἐν), [[ένδυμα]] που συγκρατείται με [[περόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]] πάνω από τον ώμο, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἐμπερόνημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό (ἐν), [[ένδυμα]] που συγκρατείται με [[περόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]] πάνω από τον ώμο, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<i>n</i> <i>n</i> [ἐν]<br />a [[garment]] fastened with a [[brooch]] on the [[shoulder]], Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. ἐμπερόν-ᾱμα, ατος, τό,
A a garment fastened with a brooch on the shoulder, Theoc.15.34. II clasp, brooch, Agath.3.15.
German (Pape)
[Seite 812] τό, das mit Spangen über den Schultern befestigte Gewand, Theocr. 15, 34, Schol. δίπλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερόνημα: Δωρ. ᾱμα, τὸ ἔνδυμα συγκρατούμενον κατὰ τοὺς ὤμους διὰ περονῶν, διπλοῖς, Πραξινόα, μάλα τοι τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα τοῦτο πρέπει Θεόκρ. 15. 34· πρβλ. περονητρίς, περόνημα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): -νᾱμα Theoc.15.34
1 capa o manto doble sujeto con fíbula τὸ καταπτυχὲς ἐ. Theoc.l.c.
2 broche, fíbula τὸ ἐ. τῆς χλαμύδος Agath.3.15.2.
Greek Monotonic
ἐμπερόνημα: Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό (ἐν), ένδυμα που συγκρατείται με περόνη, καρφίτσα, πόρπη πάνω από τον ώμο, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
n n [ἐν]
a garment fastened with a brooch on the shoulder, Theocr.