ἐνθουσιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐνθουσιώδης:''' восторженный или исступленный (ἐνθουσιώδεις καὶ μανικαὶ φοραί Plut.).
|elrutext='''ἐνθουσιώδης:''' восторженный или исступленный (ἐνθουσιώδεις καὶ μανικαὶ φοραί Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐνθουσιώδης]], ες [[ἐνθουσιάω]], [[εἶδος]]<br />[[possessed]], Plut.
}}
}}

Revision as of 21:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθουσιώδης Medium diacritics: ἐνθουσιώδης Low diacritics: ενθουσιώδης Capitals: ΕΝΘΟΥΣΙΩΔΗΣ
Transliteration A: enthousiṓdēs Transliteration B: enthousiōdēs Transliteration C: enthousiodis Beta Code: e)nqousiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A ecstatic, ὁρμαί D.H. Comp.1, cf. Plu.Lyc.21; φοραί Id.Pyrrh.22, etc.; τὸ ἐ. Ph.1.689. Adv. -δῶς Hp.Ep.17, Sch.Il.Oxy.1086.41.

German (Pape)

[Seite 843] ες, begeistert, schwärmerisch, φοραί Plut. Pyrrh. 12, oft, u. Sp. – Adv., Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθουσιώδης: -ες, κατεχόμενος ὑπὸ ἐνθουσιασμοῦ, πλήρης ἐνθουσιασμοῦ, Πλουτ. Λυκ. 21, Πύρρ. 12, κτλ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. 1280. 26.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
saisi d’un transport divin, inspiré.
Étymologie: ἔνθεος, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
I 1de inspiración divina πνεῦμα D.H.14.9, ὁρμαί del alma a la hora de componer, D.H.Comp.1.7, cf. Plu.Lyc.21
ἐ.· furiosus, Gloss.3.334
neutr. subst. τὸ ἐ. la inspiración divina Hld.6.14.4, πολὺ τὸ ἐ. μετὰ χορείας ἐμφαίνων ref. al ditirambo, Phot.Bibl.320b13.
2 de entusiasmo, entusiástico τὴν ἀνδρείαν φορὰς ... ἐνθουσιώδεις καὶ μανικὰς φερομένην Plu.Pyrrh.22
neutr. subst. τὸ ἐ. el entusiasmo Ph.1.689, en el combate, Plu.2.452b.
II adv. -ῶς
1 por inspiración divina γράφειν ἐ. καὶ μεθ' ὁρμῆς Hp.Ep.17.3, παράφρων ἀποφθέγγεται πολλά τινα ἐ. Phleg.36.3.
2 frenéticamente, con agitación, desenfrenadamente ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τόπου ἐ. ὁρμᾶν Sch.Er.Il.2.780 (p.168), ἐ. ἐφέρετο Sch.A.R.4.1442a, ἐ. κινουμένου Hsch., cf. Phot.μ 38.

Greek Monolingual

-ες (AM ἐνθουσιώδης, -ες) ενθουσιάζω
1. ο γεμάτος ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους»)
2. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («ενθουσιώδης νεολαία, άνθρωπος, τύπος» κ.λπ.)
3. αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό.
επίρρ...
ενθουσιωδώς
με τρόπο ενθουσιώδη, με ενθουσιασμό.

Greek Monotonic

ἐνθουσιώδης: -ες (ἐνθουσιάω, εἶδος), αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, περιχαρής, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθουσιώδης: восторженный или исступленный (ἐνθουσιώδεις καὶ μανικαὶ φοραί Plut.).

Middle Liddell

ἐνθουσιώδης, ες ἐνθουσιάω, εἶδος
possessed, Plut.