ἐνδοιαστός: Difference between revisions
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνδοιαστός:''' -ή, -όν, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[διστακτικός]], [[αναποφάσιστος]]· επίρρ. <i>-τῶς</i>, με δισταγμό, [[προθύμως]], σε Ηρόδ., Θουκ. | |lsmtext='''ἐνδοιαστός:''' -ή, -όν, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[διστακτικός]], [[αναποφάσιστος]]· επίρρ. <i>-τῶς</i>, με δισταγμό, [[προθύμως]], σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐνδοιαστός]], ή, όν <i>adj</i> [from [[ἐνδοιάζω]]<br />[[doubtful]], [[ambiguous]]: adv. -τῶς, [[doubtfully]], [[προθύμως]] Hdt., Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A doubtful, Hp.Prorrh.2.15, J.AJ19.1.4. Adv. -τῶς doubtfully, προθύμως, οὐδ' ἔτι ἐ. Hdt.7.174, cf. Th.8.87; ἐ. ἀκροᾶσθαι Id.6.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοιαστός: -ή, -όν, = ἐνδοιάσιμος, ἀμφίβολος, ἀβέβαιος, Ἱππ. Προρρ. 100. - Ἐπίρρ. ἐνδοιαστῶς, μετὰ δισταγμοῦ, προθύμως, οὐδ’ ἔτι ἐνδοιαστῶς Ἡρόδ. 7. 174, πρβλ. Θουκ. 8. 87· ἐνδ. ἀκροᾶσθαι, dubia fide, ὁ αὐτ. 6. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
douteux.
Étymologie: ἐνδοιάζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1dudoso, no evidente εἰ δὲ ἐνδοιαστὸν εἴη ἀμφὶ τῶν νεύρων, ὅπως ἔχοι si existe alguna duda acerca de cómo se encuentran los nervios Hp.Prorrh.2.15, cf. Epid.2.4.2, τὸ μὲν κτείνειν οὐκέτ' ἐνδοιαστὸν κεκρικώς I.AI 19.27, cf. 18.288.
2 medic., de enfermedades que no ofrece síntomas o pronóstico evidentes ὅσα (τῶν νοσημάτων), ἐπὴν γένηται, ἐνδοιαστά, εἰ κακὰ ἀπ' αὐτῶν ἀποβαίνει ἢ ἀγαθά cuáles de las enfermedades, cuando se producen, no muestran claramente si de ellas se derivan consecuencias malas o buenas Hp.Morb.1.1, cf. 3
•subst. καὶ ... τοῖσιν ἐνδοιαστοῖσιν ἐβεβαίωσεν también en los casos dudosos la enfermedad se confirmó Hp.Epid.6.7.10.
II adv. -ῶς
1 dudosamente, de forma vacilante ἐμήδισαν προθύμως οὐδ' ἔτι ἐ. Hdt.7.174, cf. D.C.44.9.1, ἐπιφανεὶς ... οὐκ ἐ. habiendo aparecido (en escena) sin vacilación Th.8.87, εἰ ... ἄλλοι τίνες ... ἐ. ἀκροῶνται si otros nos obedecen de forma vacilante Th.6.10, cf. D.H.6.50, 10.57, D.L.9.73.
2 medic. sin mostrar síntomas claros de una enfermedad καὶ τοῖς ἐ. ἔχουσι πολλοῖσιν ἐβεβαίωσε τότε también a muchos que habían tenido la enfermedad en estado latente se les confirmaba en ese momento Hp.Epid.1.2.
Greek Monolingual
ἐνδοιαστός, -ή, -όν (Α)
αμφίβολος, αβέβαιος.
Greek Monotonic
ἐνδοιαστός: -ή, -όν, αμφίβολος, αβέβαιος, διστακτικός, αναποφάσιστος· επίρρ. -τῶς, με δισταγμό, προθύμως, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
ἐνδοιαστός, ή, όν adj [from ἐνδοιάζω
doubtful, ambiguous: adv. -τῶς, doubtfully, προθύμως Hdt., Thuc.