ἐλαφοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐλᾰφοκτόνος:''' убивающий оленей ([[θεά]] = [[Ἄρτεμις]] Eur. - v. l. [[Ἑλλανοφόνος]]).
|elrutext='''ἐλᾰφοκτόνος:''' убивающий оленей ([[θεά]] = [[Ἄρτεμις]] Eur. - v. l. [[Ἑλλανοφόνος]]).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐλᾰφο-[[κτόνος]], ον [[κτείνω]]<br />[[deer]]-[[killing]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰφοκτόνος Medium diacritics: ἐλαφοκτόνος Low diacritics: ελαφοκτόνος Capitals: ΕΛΑΦΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: elaphoktónos Transliteration B: elaphoktonos Transliteration C: elafoktonos Beta Code: e)lafokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A deer-killing, θεά E.IT1113 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 792] hirschtödtend, Artemis, Eur. I. T 1113.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰφοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἐλάφους, Εὐρ. Ι. Τ. 1113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les cerfs.
Étymologie: ἔλαφος, κτείνω.

Spanish (DGE)

-ον
matador de ciervos θεά de Ártemis, E.IT 1113, cf. A.D.Adu.189.8.

Greek Monolingual

-ο (AM ἐλαφοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει ελάφια (επίθ. της Αρτέμιδος).

Greek Monotonic

ἐλᾰφοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει ελάφια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰφοκτόνος: убивающий оленей (θεά = Ἄρτεμις Eur. - v. l. Ἑλλανοφόνος).

Middle Liddell

ἐλᾰφο-κτόνος, ον κτείνω
deer-killing, Eur.