ἐπικηρυκεία: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(2)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπικηρῡκεία:''' ἡ посольство для ведения переговоров о мире или мирные переговоры (πρὸς Λακεδαιμονίους Dem.; πρὸς ἀλλήλους Polyb.; αἱ ἐν τοῖς πολέμοις ἐπικηρυκεῖαι Diod.).
|elrutext='''ἐπικηρῡκεία:''' ἡ посольство для ведения переговоров о мире или мирные переговоры (πρὸς Λακεδαιμονίους Dem.; πρὸς ἀλλήλους Polyb.; αἱ ἐν τοῖς πολέμοις ἐπικηρυκεῖαι Diod.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπκηρῡκεία, ἡ, [from [[ἐπικηρυκεύω]]<br />the [[sending]] an [[embassy]] to [[treat]] for [[peace]], entering [[into]] [[negotiation]], Dem.
}}
}}

Revision as of 22:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικηρῡκεία Medium diacritics: ἐπικηρυκεία Low diacritics: επικηρυκεία Capitals: ΕΠΙΚΗΡΥΚΕΙΑ
Transliteration A: epikērykeía Transliteration B: epikērykeia Transliteration C: epikirykeia Beta Code: e)pikhrukei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A sending an embassy to treat for peace, entering into negotiation, διὰ τὴν πρὸς Λακεδαιμονίους ἡμῖν ἐ. D.5.18, cf. Plb.14.2.13, Theopomp.Hist.209 (pl.).

German (Pape)

[Seite 948] ἡ, Harpocr. τὸ περὶ διαλλαγῶν καὶ φιλίας κήρυκας πέμπειν; die mit dem Feinde angeknüpften Unterhandlungen, διὰ τὴν πρὸς Λακεδαιμονίους ἡμῖν ἐπικηρυκείαν Dem. 5, 18; ἔτι μενούσης τῆς ὑπὲρ τῶν διαλύσεων ἐπικηρυκείας πρὸς ἀλλήλους Pol. 14, 2, 13; plur., D. Sic. 5, 75.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
envoi de hérauts ; négociation entre belligérants.
Étymologie: ἐπικηρυκεύω.

Greek Monolingual

ἐπικηρυκεία, ἡ (AM) επικηρυκεύω
μσν.
φιλία με ανθρώπους που ήταν προηγουμένως εχθροί
αρχ.
αποστολή κηρύκων, πρεσβείας για διαπραγμάτευση της ειρήνης.

Greek Monotonic

ἐπικηρῡκεία: ἡ, αποστολή πρεσβείας για σύναψη ειρήνης, είσοδος σε διαπραγματεύσεις, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικηρῡκεία: ἡ посольство для ведения переговоров о мире или мирные переговоры (πρὸς Λακεδαιμονίους Dem.; πρὸς ἀλλήλους Polyb.; αἱ ἐν τοῖς πολέμοις ἐπικηρυκεῖαι Diod.).

Middle Liddell

ἐπκηρῡκεία, ἡ, [from ἐπικηρυκεύω
the sending an embassy to treat for peace, entering into negotiation, Dem.