ἐνυδρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
ὁποία δ' ἦν αὕτη ἡ παίδευσις δύναταί τις γιγνώσκειν διάλογόν τινα τοῦ Πλάτωνος σκοπῶν → It's possible to find out what kind of education that was by examining one of Plato's dialogues
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνυδρόβιος:''' живущий на воде (χῆνες Anth.). | |elrutext='''ἐνυδρόβιος:''' живущий на воде (χῆνες Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐνυδρό-βῐος, ον <i>adj</i><br />[[living]] in the [[water]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit sur l’eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.
Spanish (DGE)
-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).
Greek Monolingual
ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.
Greek Monotonic
ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνυδρόβιος: живущий на воде (χῆνες Anth.).