ἐπανηλογέω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(4)
(1ab)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπανηλογέω:''' αόρ. αʹ <i>ἐπανηλόγησα</i>, [[εξιστορώ]], [[συγκεφαλαιώνω]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]] πιθ. το <i>ἐπαλιλλόγησα</i> είναι ο [[γνήσιος]] [[τύπος]]· βλ. παλιλ-λογέω.
|lsmtext='''ἐπανηλογέω:''' αόρ. αʹ <i>ἐπανηλόγησα</i>, [[εξιστορώ]], [[συγκεφαλαιώνω]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]] πιθ. το <i>ἐπαλιλλόγησα</i> είναι ο [[γνήσιος]] [[τύπος]]· βλ. παλιλ-λογέω.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 ἐπανηλόγησα<br />to [[recount]], [[recapitulate]], Hdt.: but perh. ἐπαλιλλόγησα is the true [[form]]: v. παλιλ-λογέω.
}}
}}

Revision as of 22:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανηλογέω Medium diacritics: ἐπανηλογέω Low diacritics: επανηλογέω Capitals: ΕΠΑΝΗΛΟΓΕΩ
Transliteration A: epanēlogéō Transliteration B: epanēlogeō Transliteration C: epanilogeo Beta Code: e)panhloge/w

English (LSJ)

f.l. in Hdt. 1.90 ἐπανηλόγησε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ διάνοιαν (leg. ἐπαλιλλόγησε from Poll. 2.120, cf. Hdt.1.118).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανηλογέω: τύπος ἀμφίβολος ἐν Ἡροδ. 1. 90, ἐπανηλόγησε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ διάνοιαν, ἔνθα (εἰ γνήσιον) πρέπει νὰ σημαίνῃ ἀφηγοῦμαι πάλιν: ὁ Valck. ὅμως καὶ ἄλλοι διορθοῦσιν ἐπαλιλλόγησεν ἐκ τοῦ Πολυδεύκους Βʹ, 120, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 118. ‒ Ὁ τύπος κατηλογέω δὲν δύναται νὰ μνημονευθῇ ὡς ἀποτελῶν ἀναλογίαν, διότι ἰσοδυναμεῖ τῷ καταλογέω (τὸ δὲ ἀλογέω ἐσχηματίσθη κανονικῶς ἐκ τοῦ ἄλογος), ἐνῷ τὸ ἐπανηλογέω πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ τῷ ἐπαναλογέω.

Greek Monotonic

ἐπανηλογέω: αόρ. αʹ ἐπανηλόγησα, εξιστορώ, συγκεφαλαιώνω, σε Ηρόδ.· αλλά πιθ. το ἐπαλιλλόγησα είναι ο γνήσιος τύπος· βλ. παλιλ-λογέω.

Middle Liddell

aor1 ἐπανηλόγησα
to recount, recapitulate, Hdt.: but perh. ἐπαλιλλόγησα is the true form: v. παλιλ-λογέω.