ἐπίσαγμα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίσαγμα:''' ατος τό досл. вьюк, груз, перен. бремя, обуза (τοῦ νοσήματος Soph.).
|elrutext='''ἐπίσαγμα:''' ατος τό досл. вьюк, груз, перен. бремя, обуза (τοῦ νοσήματος Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπίσαγμα]], ατος, τό,<br />a [[load]] on a [[beast]]'s [[back]]:—metaph., [[τοὐπίσαγμα]] τοῦ νοσήματος the [[burden]] of the [[disease]], Soph. [from [[ἐπισάττω]]
}}
}}

Revision as of 22:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσαγμα Medium diacritics: ἐπίσαγμα Low diacritics: επίσαγμα Capitals: ΕΠΙΣΑΓΜΑ
Transliteration A: epísagma Transliteration B: episagma Transliteration C: episagma Beta Code: e)pi/sagma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐπισάττω)

   A pack-saddle, LXX Le.15.9; load, ὄνων Sch.Ar.Nu.449: metaph., δεινὸν τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος the burden of the disease, S.Ph.755.

German (Pape)

[Seite 976] τό, der Saumsattel, worauf die Last gepackt wird, Schol. Ar. Nubb. 449; LXX. – Last, Bürde, δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος Soph. Phil. 745, nach dem Schol. der Anfall, mss. τοὐπείσαγμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσαγμα: τό, (ἐπισάττω) σάγμα, σαγμάριον, κοινῶς «σαμμάρι» ζῴου, Ἑβδ. (Λευ. ΙΕ΄, 9)· ἐπίσαγμα τῶν ὄνων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450: - μεταφ., δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος, τὸ φορτίον τῆς νόσου, Σοφ. Φ. 455, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
charge ou paquet posé sur ; poids, charge.
Étymologie: ἐπισάττω.

Greek Monolingual

το (Α ἐπίσαγμα) επισάττω
εφίππιον, σάγμα, σαμάρι
αρχ.
βάρος («τοὐπίσαγμα τοῡ νοσήματος», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπίσαγμα: -ατος, τό, σαμάρι στην πλάτη ζώου· μεταφ., τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος, το φορτίο, το βάρος της ασθένειας, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσαγμα: ατος τό досл. вьюк, груз, перен. бремя, обуза (τοῦ νοσήματος Soph.).

Middle Liddell

ἐπίσαγμα, ατος, τό,
a load on a beast's back:—metaph., τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος the burden of the disease, Soph. [from ἐπισάττω