εὐθηλής: Difference between revisions
From LSJ
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐθηλής:''' = [[εὐθαλής]] II. | |elrutext='''εὐθηλής:''' = [[εὐθαλής]] II. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θηλή]]<br />well-nurtured, [[thriving]], [[goodly]], Eur., Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A v. εὐθᾱλής.
German (Pape)
[Seite 1068] ές, dasselbe, reichlich, üppig, in dor. Form εὐθαλὴς τύχη Pind. P. 9, 72; καρποί Ar. Av. 1062; φύλλα Anyte 6 (IX, 313); πλάτανος Philip. 64 (IX, 247). S. auch εὐθαλής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθηλής: -ές, (θηλή) καλῶς θηλάσας, «καλοθρεμμένος», ἴδε εὐθᾱλής.
Greek Monolingual
εὐθηλής, -ές (Α)
βλ. ευθαλής (II).
Greek Monotonic
εὐθηλής: Δωρ. -θᾱλής, -ές (θηλή), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, καλοθρεμμένος, καλά ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐθηλής: = εὐθαλής II.