εὐπαρόρμητος: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐπαρόρμητος:''' легко возбуждающийся, раздражительный Arst.
|elrutext='''εὐπαρόρμητος:''' легко возбуждающийся, раздражительный Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-παρόρμητος, ον [[παρορμάω]]<br />[[easily]] [[excited]], Arist.
}}
}}

Revision as of 22:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαρόρμητος Medium diacritics: εὐπαρόρμητος Low diacritics: ευπαρόρμητος Capitals: ΕΥΠΑΡΟΡΜΗΤΟΣ
Transliteration A: euparórmētos Transliteration B: euparormētos Transliteration C: efparormitos Beta Code: eu)paro/rmhtos

English (LSJ)

ον,

   A easily excited, πρός τινας Arist. Rh.1379a17.

German (Pape)

[Seite 1087] leicht in Bewegung zu setzen, aufzuregen, Arist. rhet. 2, 2, = καὶ ὀργίλοι.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαρόρμητος: -ον, εὐκόλως παρορμώμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à exciter, à émouvoir.
Étymologie: εὖ, παρορμάω.

Greek Monolingual

εὐπαρόρμητος, -ον (Α)
αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ορμώ (πρβλ. α-παρ-όρμητος)].

Greek Monotonic

εὐπαρόρμητος: -ον (παρορμάω), αυτός που εξάπτεται εύκολα, παρορμητικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαρόρμητος: легко возбуждающийся, раздражительный Arst.

Middle Liddell

εὐ-παρόρμητος, ον παρορμάω
easily excited, Arist.