εὐπερίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπερίσπαστος:''' -ον ([[περισπάω]]), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐπερίσπαστος:''' -ον ([[περισπάω]]), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-περίσπαστος, ον [[περισπάω]]<br />[[easy]] to [[pull]] [[away]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίσπαστος Medium diacritics: εὐπερίσπαστος Low diacritics: ευπερίσπαστος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: euperíspastos Transliteration B: euperispastos Transliteration C: efperispastos Beta Code: eu)peri/spastos

English (LSJ)

ον,

   A easy to pull away, X.Cyn.2.7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.

Greek Monolingual

εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].

Greek Monotonic

εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-περίσπαστος, ον περισπάω
easy to pull away, Xen.