ζαθερής: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(nl) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ζαθερής -ές [ζα-, θέρος] verschroeiend. AP 6.120.2. | |elnltext=ζαθερής -ές [ζα-, θέρος] verschroeiend. AP 6.120.2. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ζᾰ-θερής, ές [[θέρος]]<br />[[very]] hot, [[scorching]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ές, (θέρος)
A scorching, καῦμα AP6.120 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰθερής: -ές, (θέρος) λίαν καυστικός, διάθερμος, καῦμα Ἀνθ. Π. 6. 120.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très chaud.
Étymologie: ζα-, θέρος.
Greek Monolingual
ζαθερής, -ές (Α)
πολύ θερμός, καυτός, καυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -θερης (< θέρος), πρβλ. ειλη-θερής, ηλιο-θερής].
Greek Monotonic
ζᾰθερής: -ές (θέρος), αυτός που έχει μεγάλη θερμότητα, καυτός, διάθερμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζᾰθερής: жаркий, знойный, палящий (καῦμα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζαθερής -ές [ζα-, θέρος] verschroeiend. AP 6.120.2.