ἡμιπύρωτος: Difference between revisions
From LSJ
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμῐπύρωτος:''' (ῠ) полусожженный (λείψανα Anth.). | |elrutext='''ἡμῐπύρωτος:''' (ῠ) полусожженный (λείψανα Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἡμι-]]πύρωτος, ον [πῦρόω]<br />[[half]]-[[burnt]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A half-burnt, AP7.401.5 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1169] halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπύρωτος: -ον, (πῠρόω) κατὰ τὸ ἥμισυ κεκαυμένος, λείψανα Ἀνθ. Π. 7. 401.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi brûlé.
Étymologie: ἡμι-, πυρόω.
Greek Monolingual
ἡμιπύρωτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ-πύρωτος, α-πύρωτος].
Greek Monotonic
ἡμιπύρωτος: -ον (πῠρόω), μισοκαμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐπύρωτος: (ῠ) полусожженный (λείψανα Anth.).
Middle Liddell
ἡμι-πύρωτος, ον [πῦρόω]
half-burnt, Anth.