θαυματοποιία: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
m (Text replacement - "" to "·") |
(1ab) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θαυμᾰτοποιία:''' ἡ, [[γοητεία]], [[εκτέλεση]] πλαστών θαυμάτων, [[ταχυδακτυλουργία]], [[ξεγέλασμα]], [[εξαπάτηση]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''θαυμᾰτοποιία:''' ἡ, [[γοητεία]], [[εκτέλεση]] πλαστών θαυμάτων, [[ταχυδακτυλουργία]], [[ξεγέλασμα]], [[εξαπάτηση]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θαυμᾰτοποιία, ἡ,<br />[[conjuring]], juggling, Plat. [from θαυμᾰτοποιός] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A conjuring, juggling, Pl.R.602d, lamb.Myst.3.29. II of orators, a straining after the marvellous, Isoc.10.7(pl.). 2 marvellous achievement, D.C.57.21.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτοποιία: ἡ, γοητεία, ἐκτέλεσις πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 602D. ΙΙ. ἐπὶ ῥητόρων, τάσις πρὸς τὸ θαυμάσιον, Ἰσοκρ. 209C· - ὡσαύτως, -ποίησις, εως, ἡ, Εὐστ. Πονημ. 167. 27.
Greek Monolingual
η (Α θαυματοποιία) θαυματοποιός
το έργο του θαυματοποιού, το να κάνει κάποιος θαύματα («ἡ θαυματοποιία και αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για ρήτορες) η τάση προς το θαυμάσιο
2. θαυμάσιο έργο, θαύμα.
Greek Monotonic
θαυμᾰτοποιία: ἡ, γοητεία, εκτέλεση πλαστών θαυμάτων, ταχυδακτυλουργία, ξεγέλασμα, εξαπάτηση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
θαυμᾰτοποιία, ἡ,
conjuring, juggling, Plat. [from θαυμᾰτοποιός]