θερμουργός: Difference between revisions
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θερμουργός:''' пылкий, страстный, тж. безрассудный Xen., Luc. | |elrutext='''θερμουργός:''' пылкий, страстный, тж. безрассудный Xen., Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θερμ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />doing hot and [[hasty]] acts, [[reckless]], Xen., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 9 January 2019
English (LSJ)
όν,
A doing hot and hasty acts, reckless, X.Mem.1.3.9 (Sup.), Luc.Tim.2.
German (Pape)
[Seite 1202] hitzig, kühn, unbesonnen handelnd, Xen. Mem. 1, 3, 9, neben ἀνόητος u. ῥιψοκίνδυνος; vgl. Luc. Tim. 2. S. θερμοεργός.
Greek (Liddell-Scott)
θερμουργός: όν (*ἔργω) ἐνεργῶν θερμῶς, ἀπερίσκεπτος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Λουκ. Τίμ. 2.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui agit d’une manière chaleureuse, résolue, hardie.
Étymologie: θερμός, ἔργον.
Greek Monolingual
-ό (Α θερμουργός, -όν)
αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
θερμουργώς
με θέρμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ-ουργός, δημι-ουργός, χειρ-ουργός].
Greek Monotonic
θερμουργός: -όν (*ἔργον), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, θερμοκέφαλος, σε Ξεν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θερμουργός: пылкий, страстный, тж. безрассудный Xen., Luc.
Middle Liddell
θερμ-ουργός, όν [*ἔργω
doing hot and hasty acts, reckless, Xen., Luc.