ἰθυδίκης: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰθῠδίκης:''' ου (ῑθ, δῐ) ὁ праведно судящий, справедливый ([[ἄνδρες]] Hes.).
|elrutext='''ἰθῠδίκης:''' ου (ῑθ, δῐ) ὁ праведно судящий, справедливый ([[ἄνδρες]] Hes.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰ¯θῠ-δίκης, ου, [[δίκη]]<br />giving [[right]] [[judgment]], Hes.
}}
}}

Revision as of 23:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυδίκης Medium diacritics: ἰθυδίκης Low diacritics: ιθυδίκης Capitals: ΙΘΥΔΙΚΗΣ
Transliteration A: ithydíkēs Transliteration B: ithydikēs Transliteration C: ithydikis Beta Code: i)qudi/khs

English (LSJ)

[δῐ], ου, ὁ,

   A giving right judgement, Hes. Op.230, APl.4.35.

German (Pape)

[Seite 1245] gerade, gerecht richtend, Hes. O. 232, im Ggstz von σκολιαὶ δίκαι, u. Sp., wie Ep. ad. 347 (Plan. 35).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθῠδίκης: ῑθ-, ου, ὁ, ὁ δικαίως κρίνων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 228, ἀντίθετον τῷ δωροφάγος, αὐτόθι 219, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 35.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui juge droitement, équitablement.
Étymologie: ἰθύς, δίκη.
Ant. δωροφάγος.

Greek Monolingual

ἰθυδίκης, ὁ (Α)
αυτός που κρίνει δίκαια, ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δικης (< δίκη), πρβλ. αγωνο-δίκης, ειρηνο-δίκης].

Greek Monotonic

ἰθῠδίκης: [ῑθ] δῐ], -ου, ὁ (δίκη), αυτός που εξάγει δίκαια κρίση, που αποφαίνεται δικαίως, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθῠδίκης: ου (ῑθ, δῐ) ὁ праведно судящий, справедливый (ἄνδρες Hes.).

Middle Liddell

ἰ¯θῠ-δίκης, ου, δίκη
giving right judgment, Hes.