ἴσκε: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source
(6_12)
 
(1ab)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴσκε''': ἴσκεν, ποιητ. ἀντὶ ἔννεπεν ἢ ἕνισπεν, εἶπεν, Ὀδ. Χ. 31 (εἰ τὸ [[χωρίον]] γνήσιον), καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, ὡς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 240, Γ. 396, κτλ.· ἐν Ὀδ. Τ. 203, ἐν τῷ στίχῳ [[ἴσκε]] ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα, ὁ Εὐστ. καὶ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύουσι τὴν λέξ. διὰ τοῦ εἴκαζεν, ὡμοίου· α΄ πρόσ. ἴσκον ἐν Θεοκρ. 22. 167: ― μετοχ. ἴσκων Λυκόφρ. 574. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. ἔσπον). ― Καὶ ὁ Ἡσύχ. συμφωνεῖ τοῖς Σχολιασταῖς : «[[ἴσκε]]· ᾒκαζε. ὡμοίου».
|lstext='''ἴσκε''': ἴσκεν, ποιητ. ἀντὶ ἔννεπεν ἢ ἕνισπεν, εἶπεν, Ὀδ. Χ. 31 (εἰ τὸ [[χωρίον]] γνήσιον), καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, ὡς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 240, Γ. 396, κτλ.· ἐν Ὀδ. Τ. 203, ἐν τῷ στίχῳ [[ἴσκε]] ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα, ὁ Εὐστ. καὶ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύουσι τὴν λέξ. διὰ τοῦ εἴκαζεν, ὡμοίου· α΄ πρόσ. ἴσκον ἐν Θεοκρ. 22. 167: ― μετοχ. ἴσκων Λυκόφρ. 574. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. ἔσπον). ― Καὶ ὁ Ἡσύχ. συμφωνεῖ τοῖς Σχολιασταῖς : «[[ἴσκε]]· ᾒκαζε. ὡμοίου».
}}
{{Autenrieth
|auten=[[defective]] ipf., [[perhaps]] [[from]] the [[same]] [[root]] as [[ἔσπετε]], said, spoke, Od. 19.203, Od. 22.31.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴσκε:''' ἴσκεν, Επικ. αντί <i>ἔνισπεν</i>, είπε, σε Ομήρ. Οδ.· αʹ πρόσ. [[ἴσκον]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic for ἔνισπεν,]<br />he said, he spake, Od. [1st pers. [[ἴσκον]] in Theocr.]
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ἴσκε: ἴσκεν, ποιητ. ἀντὶ ἔννεπεν ἢ ἕνισπεν, εἶπεν, Ὀδ. Χ. 31 (εἰ τὸ χωρίον γνήσιον), καὶ συχνάκις παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, ὡς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 240, Γ. 396, κτλ.· ἐν Ὀδ. Τ. 203, ἐν τῷ στίχῳ ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα, ὁ Εὐστ. καὶ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύουσι τὴν λέξ. διὰ τοῦ εἴκαζεν, ὡμοίου· α΄ πρόσ. ἴσκον ἐν Θεοκρ. 22. 167: ― μετοχ. ἴσκων Λυκόφρ. 574. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. ἔσπον). ― Καὶ ὁ Ἡσύχ. συμφωνεῖ τοῖς Σχολιασταῖς : «ἴσκε· ᾒκαζε. ὡμοίου».

English (Autenrieth)

defective ipf., perhaps from the same root as ἔσπετε, said, spoke, Od. 19.203, Od. 22.31.

Greek Monotonic

ἴσκε: ἴσκεν, Επικ. αντί ἔνισπεν, είπε, σε Ομήρ. Οδ.· αʹ πρόσ. ἴσκον, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[epic for ἔνισπεν,]
he said, he spake, Od. [1st pers. ἴσκον in Theocr.]