ἰσοκίνδυνος: Difference between revisions
ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσοκίνδῡνος:''' способный преодолеть опасность (ἰσοκίνδυνον ἡγεῖσθαί τινα Thuc.). | |elrutext='''ἰσοκίνδῡνος:''' способный преодолеть опасность (ἰσοκίνδυνον ἡγεῖσθαί τινα Thuc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰσο-κίνδῡνος, ον<br />[[equal]] to the [[danger]] or [[risk]], a [[match]] for, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A facing equal risks, Th. 6.34; τισί D.C.41.55.
German (Pape)
[Seite 1264] der Gefahr gewachsen; Thuc. 6, 34; neben ἰσόῤῥοπος D. Cass. 41, 55.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκίνδῡνος: -ον, ἴσος πρὸς τὸν κίνδυνον, ἰσοπαλής, καλῶς παρεσκευασμένος ὅπως ἀντιμετωπίσῃ κίνδυνον, Θουκ. 6. 34, Δίων Κ. 41. 55.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
égal au danger, à la hauteur du danger.
Étymologie: ἴσος, κίνδυνος.
Greek Monolingual
ἰσοκίνδυνος, -ον (Α)
1. αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον
2. ικανός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αξιόμαχος («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοκινδύνως (Α)
με τον ίδιο κίνδυνο.
Greek Monotonic
ἰσοκίνδῡνος: -ον, αυτός που είναι ίσος ως προς τον κίνδυνο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοκίνδῡνος: способный преодолеть опасность (ἰσοκίνδυνον ἡγεῖσθαί τινα Thuc.).
Middle Liddell
ἰσο-κίνδῡνος, ον
equal to the danger or risk, a match for, Thuc.