κατάχαρμα: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάχαρμα:''' -ατος, τό ([[καταχαίρω]]), [[αντικείμενο]] κοροϊδίας, [[περίγελως]], σε Θέογν. | |lsmtext='''κατάχαρμα:''' -ατος, τό ([[καταχαίρω]]), [[αντικείμενο]] κοροϊδίας, [[περίγελως]], σε Θέογν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κατάχαρμα]], ατος, τό, [[καταχαίρω]]<br />a [[mockery]], Theogn. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A mockery, ἐχθροῖς Thgn.1107.
German (Pape)
[Seite 1390] τό, Schadenfreude, ἐχθροῖς, den Feinden ein Gegenstand schadenfrohes Hohns, Theogn. 1103.
Greek (Liddell-Scott)
κατάχαρμα: τό, ἀντικείμενον χαρᾶς, περίγελως, Λατ. ludibrium, ἐχθροῖς, ἐφ’ ᾧ καταχαίρουσιν οἱ ἐχθροί, Θέογν. 1107.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sujet de joie ; en mauv. part jouet de, objet de moquerie.
Étymologie: καταχαίρω.
Greek Monolingual
κατάχαρμα, τὸ (Α) καταχαίρω
1. πράγμα ή πράξη που προκαλεί χαρά
2. άνθρωπος ή πράγμα που προκαλεί σκωπτικό γέλιο, περίγελος.
Greek Monotonic
κατάχαρμα: -ατος, τό (καταχαίρω), αντικείμενο κοροϊδίας, περίγελως, σε Θέογν.