καταναθεματίζω: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(5)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταναθεμᾰτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καταριέμαι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''καταναθεμᾰτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καταριέμαι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[κατανάθεμα]] fut. σω<br />to [[curse]], NTest.
}}
}}

Revision as of 00:10, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1365] verwünschen, N. T.

French (Bailly abrégé)

anathématiser, maudire ; proférer des imprécations.
Étymologie: κατανάθεμα.

English (Strong)

from κατά (intensive) and ἀναθεματίζω; to imprecate: curse.

Greek Monolingual

καταναθεματίζω (Α)
1. καταριέμαι κάποιον
2. διαβεβαιώνω κάποιον για την αλήθεια τών λόγων μου χρησιμοποιώντας κατάρες κατά του εαυτού μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀναθεματίζω.

Greek Monotonic

καταναθεμᾰτίζω: μέλ. -σω, καταριέμαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[from κατανάθεμα fut. σω
to curse, NTest.