προεξαποστέλλω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προεξαποστέλλω:''' высылать вперед (sc. τετρακισχιλίους ἱππεῖς Polyb.). | |elrutext='''προεξαποστέλλω:''' высылать вперед (sc. τετρακισχιλίους ἱππεῖς Polyb.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -στελῶ<br />to [[send]] out [[before]], Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:15, 10 January 2019
English (LSJ)
A send out before, Plb.3.86.3, LXX 2 Ma.12.21.
German (Pape)
[Seite 720] vorher heraus- u. wegschicken, Pol. 3, 86, 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προεξαποστέλλω: ἐξαποστέλλω πρότερον, Πολύβ. 3. 86, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
envoyer en avant ou d’avance.
Étymologie: πρό, ἐξαποστέλλω.
Greek Monolingual
Α
στέλνω προηγουμένως κάποιον ή κάτι σε ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξαποστέλλω «στέλνω έξω, μακριά»].
Greek Monotonic
προεξαποστέλλω: μέλ. -στελῶ, στέλνω προς τα έξω εκ των προτέρων, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προεξαποστέλλω: высылать вперед (sc. τετρακισχιλίους ἱππεῖς Polyb.).