πυροφόρος: Difference between revisions
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῡροφόρος:''' <b class="num">1)</b> производящий пшеницу, хлебородный ([[ἄρουρα]] Hom.; πεδία Eur.);<br /><b class="num">2)</b> взращивающий пшеницу, благодатный (θεαί Eur.). | |elrutext='''πῡροφόρος:''' <b class="num">1)</b> производящий пшеницу, хлебородный ([[ἄρουρα]] Hom.; πεδία Eur.);<br /><b class="num">2)</b> взращивающий пшеницу, благодатный (θεαί Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πῡρο-[[φόρος]], ον, [[πυρός]], [[φέρω]]<br />[[wheat]]-[[bearing]], Il., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (πῦρ) in pl.,
A inflammatory missiles, Ph.Bel.91.41, 94.8; engines which discharge such missiles, ib.95.20. II sg., bearer of sacrificial fire, at Epidaurus, IG42(1).400, al.; at Argos, SIG735.13 (i B.C.); written πουροφόρος, πυρωφώρος, IG5(1).997, 1021 (Laconia). 2 v.l. for πυρφόρος 11.2b (q.v.).
πῡροφόρος, ον, (πυρός)
A wheat-bearing, ἄρουρα Il.12.314; ἄρουραι 14.123, Simon.15; πεδίον, πεδία, Il.21.602, E.Ph.644 (lyr.); πεδιάς Ph. 2.117; Λιβύα Pi.I.4(3).54; γῆ Sol.24.2, Thphr.CP3.21.2, PSI4.432.4 (iii B.C.); Γέλα A.Eleg.4; cf. πυρηφόρος. II ἀὴρ π. air promoting the growth of wheat, Hes.Op.549 (nisi leg. πυροφόροις . . ἐπὶ ἔργοις).
German (Pape)
[Seite 824] = πυριφόρος, Sp. Weizen tragend od. hervorbringend; ἄρουρα, πεδίον, Il. 12, 314. 21, 602, u. öfter; Λιβύα, Pind. I. 3, 72; πεδία, Eur. Phoen. 647; θεά, 694; folgde Dichter, γαῖα Antiphil. (VII, 176); auch in Prosa, χώρα Plut. qu. nat. 15; Long. 1, 1; – auch νῆες, Weizen herbeiführend, Bacchyl. bei Ath. II, 39 f.
Greek (Liddell-Scott)
πῠροφόρος: -ον, (πῡρ) ὁ φέρων πῦρ, βέλη π. = πυροβόλα, Ζωσιμος ἐν Ἱστ. 256, 2, 2) ἡφαιστειώδης, πεδίον ὁ αὐτ. 3) μεταφ., φλεγμονώδης, νοῦσος Συλλ. Ἐπιγρ. 511. ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit du blé, fertile en blé.
Étymologie: πυρός, φέρω.
English (Slater)
πῡροφόρος, -ον
1 corn bearing τὰν πυροφόρον Λιβύαν (I. 4.54)
Greek Monolingual
(I)
-α, -ο / πυροφόρος, -ον, ΝΜΑ
βλ. πυρφόρος (Ι).
(II)
-ον, ΜΑ, και πυρηφόρος, -ον, Α
1. (για χώρες ή εδαφικές εκτάσεις) αυτός που παράγει σιτάρι, σιτοφόρος, σιτοπαραγωγός («ἀρούρης πυροφόροιο», Ομ. Ιλ.),
2. φρ. «ἀὴρ πυροφόρος» — αέρας που συντελεί στην αύξηση του σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -φόρος (< φέρω), πρβλ. γαλακτο-φόρος, σιτο-φόρος.
Greek Monotonic
πῡροφόρος: -ον (πυρός, φέρω), αυτός που φέρει, παράγει σιτάρι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πῡροφόρος -ον [πυρός, φέρω] tarwe voortbrengend.
Russian (Dvoretsky)
πῡροφόρος: 1) производящий пшеницу, хлебородный (ἄρουρα Hom.; πεδία Eur.);
2) взращивающий пшеницу, благодатный (θεαί Eur.).