ῥαβδοφόρος: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥαβδοφόρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> жезлоносец Sext.;<br /><b class="num">2)</b> (в Риме) ликтор Polyb. | |elrutext='''ῥαβδοφόρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> жезлоносец Sext.;<br /><b class="num">2)</b> (в Риме) ликтор Polyb. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ῥαβδο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]] = [[ῥαβδοῦχος]] 2, Polyb.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:50, 10 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ον,
A carrying a rod or staff: 1 = ῥαβδοῦχος 2, at Athens, a sort of beadle or constable, Sch.Ar.Pax733 (pl.); in Egypt, PSI4.332.11 (iii B.C.), PPetr.3p.340 (iii B.C.), PCair.Zen.753.73 (pl., iii B.C.); of officials at games, IG7.3078 (Lebad., i B.C.); in the mysteries, ib.5(1).1390.41 (Andania, i B.C.); at Rome, lictor, Plb.10.32.2. 2 Astrol., of the planets (ἥλιος being the βασιλεύς), Sch.A.R.4.262, cf. S.E.M. 5.31.
German (Pape)
[Seite 830] eine Ruthe, einen Stab tragend, bes. ein Polizei- od. Gerichtsdiener, der, wie der Lictor, ein Ruthenbündel, fasces, od. einen Stab trägt; Pol. 10, 32, 2; D. Hal. 3, 61 u. a. Sp.; bei S. Emp. adv. astrol. 31 = Würdenträger. Vgl. ῥαβδοῦχος u. ῥαβδηφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδοφόρος: -ον, ὁ φέρων ῥαβδίον ἢ βακτηρίαν, ἴδε ῥαβδηφόρος. 2) = ῥαβδοῦχος 2, ἐν Ἀθήναις, εἶδος ἀστυνομικοῦ ὑπαλλήλου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 734· ἐν Ρώμῃ = lictor, Πολύβ. 10. 32, 2. 3) ὡς ὅρος ἀστρολογικὸς λέγεται ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 262, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 31.
Greek Monolingual
-α, -ο / ῥαβδοφόρος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ῥαβδηφόρος, -ον, Α
1. αυτός που φέρει ράβδο
2. (στην αρχ. Αθήνα, στη Ρώμη και την Αίγυπτο) (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ραβδοφόροι
οι ραβδούχοι («ἦσαν ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν θεατῶν», Σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
1. (κυρίως στον τ. ῥαβδηφόρος) αυτός που κρατά τον θύρσο, δηλαδή ραβδί περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που είχε στην κορυφή του κουκουνάρι από πεύκο και το οποίο ως διονυσιακό έμβλημα κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις του Βάκχου
2. αστρολ. χαρακτηρισμός τών πλανητών («τὰ μέν... ζῴδια θεοὺς βαλαίους προσηγόρευσαν, τοὺς δὲ πλανήτας ῥαβδοφόρους», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδοςβλ. λ. + -φόρος].
Greek Monotonic
ῥαβδοφόρος: -ον (φέρω), = ῥαβδοῦχος, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ῥαβδοφόρος: ὁ
1) жезлоносец Sext.;
2) (в Риме) ликтор Polyb.