σηρικός: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] zijden, van zijde.
|elnltext=σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] zijden, van zijde.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σηρῐκός, ή, όν [Σήρ]<br />Seric, silken, Luc.:—Subst., σηρικόν, or [[σιρικόν]], οῦ, a silken [[robe]], [[silk]], NTest.
}}
}}

Revision as of 01:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηρῐκός Medium diacritics: σηρικός Low diacritics: σηρικός Capitals: ΣΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: sērikós Transliteration B: sērikos Transliteration C: sirikos Beta Code: shriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (Σήρ)

   A Seric, silken, ἐσθής Luc.Salt.63; παραπετάσματα, σκευή, D.C.43.24, 59.26; νῆμα Gal.10.942 (pl.), Hld.2.31; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as Subst., σηρικόν, τό, silken robe, silk, Apoc.18.12 (v.l. σιρικόν), Peripl.M. Rubr.49; in pl., Nearch. ap. Str.15.1.20.    2 σηρικά, τά, jujubes, Gal.6.614, Paul.Aeg.1.81.    3 σηρικόν (fort. συρικόν), τό, a red pigment, Olymp.Alch.p.76 B., Zos.Alch. p.248 B.; Syricum pigmentum, quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt, Isid.Etym.19.17.6 (where it is distd. from Sericum).

German (Pape)

[Seite 876] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σηρῐκός: -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. βύσσος), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· νῆμα Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη ἐσθής, μέταξα, Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de soie.
Étymologie: σήρ.

English (Strong)

from Ser (an Indian tribe from whom silk was procured; hence the name of the silk-worm); Seric, i.e. silken (neuter as noun, a silky fabric): silk.

Greek Monolingual

και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [[σήρ, σηρός]] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόν
α) μεταξωτό ένδυμα
β) το κόκκινο χρώμα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικά
τά τζίτζιφα.

Greek Monotonic

σηρῐκός: -ή, -όν (Σήρ), σηρικός (ο προερχόμενος από τους Σήρες), δηλ. ο μεταξωτός, σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή σιρικόν, τό, μεταξωτό ένδυμα, μετάξι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σηρικός: шелковый (ἐσθής Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] zijden, van zijde.

Middle Liddell

σηρῐκός, ή, όν [Σήρ]
Seric, silken, Luc.:—Subst., σηρικόν, or σιρικόν, οῦ, a silken robe, silk, NTest.