Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυτοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκῡτοτόμος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> кожевник или шорник Hom., Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> башмачник, сапожник Arph., Lys., Plat.
|elrutext='''σκῡτοτόμος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> кожевник или шорник Hom., Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> башмачник, сапожник Arph., Lys., Plat.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκῡτο-[[τόμος]], ὁ, [[τέμνω]]<br />a [[leather]]-cutter, a [[worker]] in [[leather]], Il., Xen., etc.: esp. a [[shoemaker]], [[cobbler]], Ar.
}}
}}

Revision as of 01:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτόμος Medium diacritics: σκυτοτόμος Low diacritics: σκυτοτόμος Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: skytotómos Transliteration B: skytotomos Transliteration C: skytotomos Beta Code: skuto/tomos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A leather-cutter, worker in leather, Il.7.221, Pl.R.601c, X. Cyr.6.2.37, etc.; esp. shoemaker, cobbler, Ar.Eq.740, Lys.414, Pl. Grg.447d, al., IG22.2403 (Piraeus, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 909] Leder schneidend, bes. zu Schuhen; als subst. der Lederarbeiter, Riemer, Sattler, Schuster; Il. 7, 221; Ar. Equ. 737 Eccl. 385; Plat. Prot. 319 d Gorg. 447 d u. öfter; Xen. Cyr. 6, 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτόμος: ὁ, (√ΤΕΜ, τέμνω) ὁ κόπτων δέρματα, ἐργαζόμενος εἰς δέρματα, Ἰλ. Η. 221, Πλάτ. Πολ. 601C, Ξεν., κλπ.· μάλιστα δὲ ὑποδηματοποιός, ἢ διορθωτὴς παλαιῶν ὑποδημάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 740, Λυσ. 414, Πλάτ. Γοργ. 447D, κ. ἀλλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «λωροτόμος, σκηνορράφος». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui taille du cuir ; ὁ σκυτοτόμος :
1 ouvrier en cuir en gén.
2 cordonnier.
Étymologie: σκῦτος, τέμνω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. αυτός που τέμνει, που επεξεργάζεται δέρματα και κατασκευάζει δερμάτινα είδη
2. υποδηματοποιός ή διορθωτής παλαιών υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῡτος «κατεργασμένο δέρμα» + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λίθο-τόμος.

Greek Monotonic

σκῡτοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που τεμαχίζει δέρματα, που εργάζεται στην κατεργασία δέρματος, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.· ιδίως υποδηματοποιός, μπαλωματής, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτόμος -ου, ὁ [σκῦτος, τέμνω] leersnijder, schoenmaker, schoenlapper.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοτόμος:
1) кожевник или шорник Hom., Xen., Plat.;
2) башмачник, сапожник Arph., Lys., Plat.

Middle Liddell

σκῡτο-τόμος, ὁ, τέμνω
a leather-cutter, a worker in leather, Il., Xen., etc.: esp. a shoemaker, cobbler, Ar.