συμβολέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμβολέω:''' сталкиваться, натыкаться (τινι Aesch.).
|elrutext='''συμβολέω:''' сталкиваться, натыкаться (τινι Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[meet]] or [[fall]] in with, τινί Aesch. [from [[συμβολή]]
}}
}}

Revision as of 01:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολέω Medium diacritics: συμβολέω Low diacritics: συμβολέω Capitals: ΣΥΜΒΟΛΕΩ
Transliteration A: symboléō Transliteration B: symboleō Transliteration C: symvoleo Beta Code: sumbole/w

English (LSJ)

= συμβάλλομαι,

   A meet or fall in with, τινι A.Th.352 (lyr., cf. <s

German (Pape)

[Seite 979] wie συμβάλλω, zusammenwerfen, -bringen, auch intrans. begegnen, zusammentreffen, τινί, συμβολεῖ φέρων φέροντι Aesch. Spt. 334.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολέω: ὡς τὸ συμβάλλομαι, συναντῶ, ξυμβολεῖ φέρων φέροντι Αἰσχύλ. Θήβ. 352 (πρβλ. σύμβολος), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, 85.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. συμβολήσω, ao. συνεβόλησα, pf. inus.
se rencontrer avec.
Étymologie: συμβολή.

Greek Monotonic

συμβολέω: συναντώ ή απαντώ τυχαία κάποιον, τινί, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβολέω, Att. ook ξυμβολέω [συμβολή] tegenkomen, ontmoeten, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμβολέω: сталкиваться, натыкаться (τινι Aesch.).

Middle Liddell


to meet or fall in with, τινί Aesch. [from συμβολή