συναύξησις: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συναύξησις -εως, ἡ [συναύξω] (gelijktijdige) groei. | |elnltext=συναύξησις -εως, ἡ [συναύξω] (gelijktijdige) groei. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συναύξησις]], εως, [from [[συναυξάνω]]<br />[[common]] [[growth]], Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:25, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A growing together, common growth, τῶν ὀστέων Hp.Art.53; τοῦ ὀστράκου Arist.HA622b15; simply, enlargement, growth, of the breasts, Sor.1.76; τοῦ ἐμβρύου ib.10; increase, ἀποκρίσεως, opp. μείωσις, ib.20; aggravation, νόσων Herod. Med. ap. Orib.5.30.6: abs., Plb.1.6.3.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, das Mitwachsen, die Vergrößerung, Pol. 1, 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συναύξησις: -εως, ἡ, τὸ ὁμοῦ αὐξάνεσθαι, κοινὴ αὔξησις, τῶν ὀστέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· τοῦ ὀστράκου Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 37, 31· ἀπολ., Πολύβ. 1. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
accroissement simultané.
Étymologie: συναύξησις.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συναύξω / -ομαι]]
1. το να αυξάνεται κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναύξησις τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)
2. αύξηση
3. (σχετικά με αρρώστιες) επιδείνωση.
Greek Monotonic
συναύξησις: -εως, ἡ, ανάπτυξη, αύξηση από κοινού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συναύξησις: εως ἡ
1) увеличение, расширение, приумножение Polyb.;
2) одновременный рост (τοῦ ὀστράκου Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναύξησις -εως, ἡ [συναύξω] (gelijktijdige) groei.
Middle Liddell
συναύξησις, εως, [from συναυξάνω
common growth, Polyb.