συκοφάντρια: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῡκοφάντρια:''' ἡ сикофантка, доносчица Arph.
|elrutext='''σῡκοφάντρια:''' ἡ сикофантка, доносчица Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῡκοφάντρια, ἡ, [fem. of [[συκοφάντης]], Ar.]
}}
}}

Revision as of 01:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφάντρια Medium diacritics: συκοφάντρια Low diacritics: συκοφάντρια Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΡΙΑ
Transliteration A: sykophántria Transliteration B: sykophantria Transliteration C: sykofantria Beta Code: sukofa/ntria

English (LSJ)

ἡ, fem. of συκοφάντης, Ar.Pl.970, PMasp.97 ii 39 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, fem. zu συκοφάντης, Ar. Plut. 970.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Πλ. 970.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. de συκοφάντης.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.

Greek Monotonic

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. του συκοφάντης, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκοφάντρια -ας, ἡ [συκοφάντης] sycofante, vrouwelijke sycofant.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφάντρια: ἡ сикофантка, доносчица Arph.

Middle Liddell

σῡκοφάντρια, ἡ, [fem. of συκοφάντης, Ar.]