συμπροξενέω: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμ-προξενέω [σύν, προξενέω] helpen beschermheer (proxenos) te zijn. | |elnltext=συμ-προξενέω [σύν, προξενέω] helpen beschermheer (proxenos) te zijn. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] in furnishing with [[means]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 10 January 2019
English (LSJ)
A help in furnishing with means, E.Hel.146 codd. LP, but σὺ πρ. is prob.
German (Pape)
[Seite 990] mit dazu verhelfen, συμπροξένησον, ὡς τύχω μαντευμάτων, Eur. Hel. 145.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροξενέω: βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, ἔνθα ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider qqn, ὡς pour.
Étymologie: σύν, προξενέω.
Greek Monotonic
συμπροξενέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, προμηθεύω από κοινού, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συμπροξενέω: оказывать помощь, помогать Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-προξενέω [σύν, προξενέω] helpen beschermheer (proxenos) te zijn.