σχεδίην: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σχεδίην [~ σχέδον] adv., van nabij. Il. 5.830.
|elnltext=σχεδίην [~ σχέδον] adv., van nabij. Il. 5.830.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[acc. fem. of [[σχέδιος]]<br /><b class="num">I.</b> of Place, near, [[close]] at [[hand]], Lat. [[cominus]], Il.<br /><b class="num">II.</b> of [[Time]], [[straightway]], at [[once]], Babr.
}}
}}

Revision as of 01:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδίην Medium diacritics: σχεδίην Low diacritics: σχεδίην Capitals: ΣΧΕΔΙΗΝ
Transliteration A: schedíēn Transliteration B: schediēn Transliteration C: schediin Beta Code: sxedi/hn

English (LSJ)

Ep. Adv. formed from the fem. of σχέδιος, of Place,

   A at close quarters, τύψον δὲ σχεδίην Il.5.830: cf. αὐτοσχεδόν.    II of Time, soon, Nic.Al.88; straightway, at once, Babr.57.4 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1054] ep. adv., aus dem fem. von σχέδιος gebildet, in der Nähe, cominus; τύψον δὲ σχεδίην, Il. 5, 830, sc. πληγήν; auch Nic. Al. 88.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδίην: Ἐπικ. ἐπίρρ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ σχέδιος, ἐπὶ τόπου, ἐκ τοῦ πλησίον, Λατιν. cominus, τύψον δὲ σχεδίην, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830. πρβλ. αὐτοσχεδόν. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ταχέως, ἀμέσως, Νικ. Ἀλεξιφ. 88· παραχρῆμα, εὐθύς, ἀμέσως, Βάβρ. 57. 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
de près.
Étymologie: acc. fém. ion. de σχέδιος.

English (Autenrieth)

(ἔχω): fem. adj. as adv., near at hand, in hand to hand fight, Il. 5.830†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) επίρρ.
1. τοπ. από κοντά
2. χρον. α) γρήγορα
β) αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιος + κατάλ. -ην της αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (πρβλ. πανσυδί-ην)].

Greek Monotonic

σχεδίην: Επικ. επίρρ. (από αιτ. θηλ. του σχέδιος
I. λέγεται για τόπο, από κοντά, επί τόπου, Λατ. cominus, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για χρόνο, αμέσως, ευθύς, γρήγορα, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

σχεδίην: adv. вблизи, на близком расстоянии (τύπτειν Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχεδίην [~ σχέδον] adv., van nabij. Il. 5.830.

Middle Liddell

[acc. fem. of σχέδιος
I. of Place, near, close at hand, Lat. cominus, Il.
II. of Time, straightway, at once, Babr.