συνοφρυόομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(nl)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνοφρῠόομαι [σύνοφρυς] (de wenkbrauwen) fronsen.
|elnltext=συνοφρῠόομαι [σύνοφρυς] (de wenkbrauwen) fronsen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ωφρύωμαι [[ὀφρύς]]<br />Pass. to [[have]] the [[brow]] knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted [[brow]], Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with [[frowning]] [[countenance]], Eur.
}}
}}

Revision as of 01:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοφρῠόομαι Medium diacritics: συνοφρυόομαι Low diacritics: συνοφρυόομαι Capitals: ΣΥΝΟΦΡΥΟΟΜΑΙ
Transliteration A: synophryóomai Transliteration B: synophryoomai Transliteration C: synofryoomai Beta Code: sunofruo/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to have the brow knitted, ἀήθης καὶ συνωφρυωμένη S.Tr.869, cf. Dam.Isid.138; προσώπῳ συνωφρυωμένῳ with frowning countenance, E.Alc.777, cf. 800.

Greek (Liddell-Scott)

συνοφρυόομαι: συστέλλω τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, σκυθρωπάζω, ἀήθης καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
pf. συνωφρύωμαι;
contracter ou froncer les sourcils.
Étymologie: σύν, ὀφρύς.

Greek Monotonic

συνοφρυόομαι: μέλ. -ωφρύωμαι (ὀφρῦς), Παθ., σουφρώνω τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω· ξυνωφρυωμένη, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συνοφρυόομαι: стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοφρῠόομαι [σύνοφρυς] (de wenkbrauwen) fronsen.

Middle Liddell

fut. -ωφρύωμαι ὀφρύς
Pass. to have the brow knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted brow, Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with frowning countenance, Eur.