τιθύμαλος: Difference between revisions

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
(6)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῐθύμᾱλος:''' [ῠ], ὁ, είδος φυτού, «[[γαλατσίδα]]», [[euphorbia]]· ετερόκλ. πληθ. <i>τιθύμαλα</i>, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''τῐθύμᾱλος:''' [ῠ], ὁ, είδος φυτού, «[[γαλατσίδα]]», [[euphorbia]]· ετερόκλ. πληθ. <i>τιθύμαλα</i>, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῐθύ˘μᾱλος, ὁ,<br />spurge, [[euphorbia]]; heterocl. pl. τιθύμαλα, Anth. [deriv. uncertain]
}}
}}

Revision as of 01:50, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1113] ὁ, auch τιθύμαλλος geschrieben, die Wolfsmilch, euphorbia, von der schon die Alten mehrere Arten kennen: ἄῤῥην, auch χαρακίας, κομήτης, ἀμυγδαλοειδής, κωβιός, euphorbia maracias, Linn.; – θῆλυς, auch καρυΐτης, μυρτίτης, μυρσινίτης; – παράλιος, auch τιθυμαλίς genannt, ὴλιοσκόπιος u. ä.; der Saft und die Beeren wurden als Arznei gebraucht, Ar. Eccl. 405. Bei Dichtern kommt auch der heterogene plur. τιθύμαλα vor, bino. Scaev. ep. (IX, 217).

Greek (Liddell-Scott)

τῐθύμᾱλος: [ῠ], ἧττον δόκιμον τιθύμαλλος, ὁ, εἶδος φυτοῦ, «γαλατσίδα», euphorbia, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 405· ἑτερόκλ. πληθ. τιθύμαλα, Ἀνθ. Π. 9. 217. - Πολλὰ εἴδη ἀπαριθμοῦνται ὑπὸ τοῦ Διοσκ. 4. 165. Οἱ ἰατροὶ μετεχειρίζοντο τὸν χυμὸν αὐτοῦ ὡς καὶ τὸν καρπὸν ὡς καθαρτικὸν ἢ ἐμετικὸν φάρμακον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pl. hétér. τιθύμαλα;
euphorbe, plante.
Étymologie: DELG étym. obscure -- Babiniotis pê apparenté à l’idée de τιθή, « nourrice --> lait », car il s’agit d’une plante à suc laiteux.

Greek Monotonic

τῐθύμᾱλος: [ῠ], ὁ, είδος φυτού, «γαλατσίδα», euphorbia· ετερόκλ. πληθ. τιθύμαλα, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

τῐθύ˘μᾱλος, ὁ,
spurge, euphorbia; heterocl. pl. τιθύμαλα, Anth. [deriv. uncertain]